- φίλεργος
- η , ο[ν] трудолюбивый; прилежный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλεργός — industrious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλεργος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek
φιλεργός — όν, Α βλ. φίλεργος … Dictionary of Greek
φίλεργος — η, ο φιλόπονος, εργατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλεργότατον — φίλεργος masc acc superl sg φίλεργος neut nom/voc/acc superl sg φιλεργός industrious masc acc superl sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεργόν — φιλεργός industrious masc/fem acc sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεργότατος — φίλεργος masc nom superl sg φιλεργός industrious masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέργως — φίλεργος adverbial φίλεργος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλεργον — φίλεργος masc/fem acc sg φίλεργος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεργοί — φιλεργός industrious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)